- Πιμπληϊάς
- -άδος και Πιμπληΐς, -ίδος, ή, Ααυτή που ανήκει στην Πίμπλεια ή κατοικεί σ' αυτήν («Πιμπληϊὰς κούρη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < Πίμπλεια / Πίμπλα, μακεδόνική πόλη στην Πιερία, λατρευτικό κέντρο τών Μουσών + επίθημα -άς / -ίς].
Dictionary of Greek. 2013.